νηπιακός

νηπιακός
-ή, -ό [νήπιο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νήπιο
2. φρ. «νηπιακή ηλικία»
α) (ιατρ.-φυσιολ.) η περίοδος τής ζωής τού παιδιού ανάμεσα στη βρεφική και παιδική ηλικία, δηλαδή από το τέλος τού πρώτου έτους έως το έκτο έτος
β) (εκπ.) η περίοδος τής ζωής τού παιδιού από τα μέσα τού 3ου έτους ώς το τέλος τού 5ου έτους, περίοδος κατά την οποία το παιδί φοιτά στο νηπιαγωγείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νηπιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νήπιο: Νηπιακή ηλικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”